Πατερικά κείμενα

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προαναγγελλόταν καὶ προτυπωνόταν μυστικῶς ἀπὸ παλαιὲς γενεὲς καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πραγματικὰ μετὰ τὴ προγονικὴ ἐκείνη παράβαση στὸ παράδεισο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ δένδρου, ἡ μὲν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε, ἐμεῖς δὲ πεθάναμε, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ὁ ἀπὸ τὸ Θεὸ χωρισμός της.

Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ αὐταγαθότης καὶ ἀρετὴ καὶ αὐτοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση εἶναι τὸ δικό μας πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ καὶ φιλιωθεῖ ὁποιοσδήποτε μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τοῦτο εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου.

Πολλοὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ μαρτυρήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, χωρὶς νὰ ἔχει φανεῖ ἀκόμα ὁ Σταυρός. Ὁ Δαβὶδ λέγει: ἀπὸ ἐμένα τιμήθηκαν ὑπερβολικὰ οἱ φίλοι σου, Θεέ» (Ψαλμ. 138,16). Πῶς λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρὸ; Διότι ἐνεργεῖτο σὲ αὐτοὺς τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Ἂς ἀρχίσουμε πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: Ἔβγα ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ τὴ συγγένειά σου καὶ ἔλα στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Δὲν εἶπε ποὺ θὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Αὐτὸς ὁ λόγος φέρει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Πρὸς τὸν Μωυσῆ δέ, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος, τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «λύσε τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου». Τοῦτο εἶναι ἄλλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια, νὰ ἀποθέσει τοὺς δερμάτινους χιτῶνες μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ. Νὰ μὴ ζεῖ πλέον κατὰ σάρκα καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ καταργηθεῖ καὶ νὰ νεκρωθεῖ ἡ ἀντικειμένη στὸ Θεὸ ζωή. Ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ σταυρώσει κανεὶς τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες.

Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ φύγουν τελείως ἀπὸ μᾶς τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ ἐνεργοῦν σὲ μᾶς συλλογιστικά, ἐὰν δὲν φθάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ εἴδους αὐτοῦ ποὺ σταυρώνει γιὰ τὸ κόσμο ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιώθηκαν. Ἔτσι καὶ ἡ στὴ περίπτωση τοῦ Μωυσῆ ἐκείνη θεωρία τῆς καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου ἦταν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μεγαλύτερο καὶ τελειότερο ἀπὸ τὸ μυστήριο ἐκεῖνο τὸ καιρὸ τοῦ Ἀβραάμ. Ἄραγε λοιπὸν ὁ μὲν Μωυσῆς ἐμυήθηκε τὸ τελειότερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Ἀβραὰμ ὄχι;

Στὸν Ἀβραὰμ ποὺ ἀξιώθηκε τὴ θαυμασιωτέρα θεοπτία, ὅταν εἶδε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεὸ στὴ Βαλανιδιὰ τοῦ Μαβρῆ (Γεν. 18,1), ἐνεργήθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ὅταν θυσίαζε τὸ γιό του Ἰσαάκ. Ὁ Ἰσαὰκ ἦταν ὁ ἴδιος τύπος ἐκείνου ποὺ προσηλώθηκε σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ ἔγινε ὑπήκοος στὸ πατέρα του μέχρι θανάτου, ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κριάρι ποὺ τοῦ δόθηκε σὲ σφαγὴ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὸ φυτό, στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ κριάρι δεμένο, εἶχε τὸ μυστήριο τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ λεγόταν Σαβέκ, φυτὸ ἀφέσεως, ὅπως καὶ ὁ Σταυρὸς λεγόταν ξύλο σωτηρίας.

Ἐνεργοῦσε δὲ τὸ μυστήριο καὶ ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ στὸν Ἰακώβ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαάκ, διότι αὔξησε τὰ ποίμνιά του μὲ ξύλα καὶ ὕδωρ. Τὸ ξύλο λοιπὸν προετύπωνε τὸ σταυρικὸ ξύλο, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα ποὺ περικλείει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὅταν προσκυνοῦσε ἕως τὸ ἄκρο τῆς ράβδου του καὶ ὅταν εὐλογοῦσε τοὺς ἐγγονούς του (Γεν. 48,9-20), ὑπεδήλωνε ἀκόμη καθαρότερα τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ.

Ὅπως λοιπὸν στὸν μὲν Ἀβραὰμ ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ γιός του Ἰσαὰκ ἦταν τύπος τοῦ ὕστερα σταυρωθέντος, ἔτσι πάλι στοῦ Ἰακὼβ τὸ βίο ὁλόκληρο ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἰωσὴφ δὲ ὁ γιὸς τοῦ Ἰακὼβ ἦταν τύπος καὶ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Λόγου ποὺ ἀργότερα πρόκειτο νὰ σταυρωθεῖ. Διότι ἀπὸ φθόνο ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς τὴ σφαγὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἐὰν δὲ δὲν σφάχθηκε, ἀλλὰ πωλήθηκε ὁ Ἰωσὴφ καὶ οὔτε ὁ Ἰσαὰκ σφάχθηκε δὲν εἶναι περίεργο, γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλοντικῆς ἀληθείας. Ἡ σφαγὴ προεφανέρωνε τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ δὲ ἀποφυγὴ τοῦ πάθους προεφανέρωνε τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος.

Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ Μωυσῆ ποὺ σώθηκε ὁ ἴδιος μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ, ὅταν ἐκτέθηκε μέσα σὲ ἕνα καλάθι στὰ ρεύματα τοῦ Νείλου, ποὺ ὅπως εἴπαμε προεφανέρωνε τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ βάπτισμα. Προχωρώντας ὁ Μωυσῆς προανέδειξε σαφέστατα τὸν τύπο ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σωτηρία δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τύπου. Γιατὶ ἀφοῦ ἔστησε ὄρθια τὴ ράβδο, ἅπλωσε πάνω σὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ σχηματίζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σταυρικῶς πάνω στὴ ράβδο, κατατρόπωσε τοὺς ἐχθρούς. (Ἐξ. 17, 8). Ἐπίσης τοποθετώντας τὸ χάλκινο φίδι πλάγια πάνω σὲ σημαία, ἀναστηλώνοντας τὸ τύπο τοῦ Σταυροῦ, παρήγγειλε στοὺς δαγκαμένους ἀπὸ φίδια Ἰουδαίους νὰ τὸν βλέπουν καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν.

Δὲν θὰ ἐπαρκέσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι σὲ πόσους ἄλλους ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτῶν κριτῶν καὶ προφητῶν, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν μετέπειτα, οἱ ὁποῖοι ἀνέκοψαν ποταμούς, σταμάτησαν τὸν ἥλιο, κατεδάφισαν πόλεις ἀσεβῶν, ἔγιναν νικηφόροι στὸ πόλεμο, ἀπέφυγαν θάνατο ἀπὸ μαχαίρι ἢ ἀπὸ φωτιὰ ἢ ἀπὸ λιοντάρια, ἔλεγξαν βασιλεῖς, ἀνέστησαν νεκρούς, ἔφεραν ξηρασία καὶ πάλι ὅταν τὸ ζήτησαν ἔφεραν βροχὴ καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὴ πίστη ἰδιαίτερα στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι δύναμις Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς σωζομένους, ἐνῶ εἶναι μωρία γιὰ τοὺς ἀφανιζομένους.

Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε ὅλους μὲ τὸ παλαιὸ νόμο, καὶ νὰ πᾶμε στὸν ἴδιο τὸ Κύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρό: ὅ,ποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του γιὰ νὰ μὲ ἀκολουθήσει, δὲν εἶναι ἄξιός μου», καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει πίσω μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει».

Ἡ ἐντολὴ διατάσσει νὰ ἀρνεῖται κανεὶς τὸ σῶμα καὶ νὰ σηκώνει τὸ σταυρό του. Τὸ ἔχουν τὸ σῶμα οἱ ζῶντες κατὰ Θεό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πολὺ προσδεδεμένοι σὲ αὐτό, τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργὸ στὰ ἀναγκαῖα, ἂν δὲ τὸ καλέσει ὁ καιρὸς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ προδώσουν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ κτήματα καὶ ὅτι ἄλλα μέσα χρειασθοῦν. Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στοὺς προφῆτες πρὶν συντελεσθεῖ, ἀλλὰ καὶ τώρα μετὰ τὴ τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καὶ πραγματικὰ θεῖο. Πῶς; Διότι φαινομενικὰ μὲν παρουσιάζεται νὰ προξενεῖ ἀτίμωση στὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει σὲ ὅλα, καὶ πόνο καὶ ὀδύνη, αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τὶς σωματικὲς ἡδονές, αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ ὑπάρχοντα καθίσταται αἴτιος πτωχείας στὸν ἑαυτό του. Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὅμως αὐτὴ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ὀδύνη καὶ ἀτιμία, γεννᾶ δόξα αἰώνια καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστη καὶ ἀνεξάντλητο πλοῦτο, τόσο στὸ παρόντα ὅσο καὶ στὸ μέλλοντα ἐκεῖνο κόσμο.

Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ νικήσει δι᾿ ἀσθενείας, τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως, τὸ νὰ πλουτίσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι θεῖος καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίδα ἱερά, σωστικὴ καὶ σεβαστή, ἁγιαστικὴ καὶ τελεστικὴ τῶν ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν ποὺ ἐνεργήθηκαν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ Θεό, ἀναιρετικὴ κατάρας καὶ καταδίκης, καθαιρετικὴ φθορᾶς καὶ θανάτου, παρεκτικὴ ἀϊδίου ζωῆς καὶ εὐλογίας, σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικὸ σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καὶ περικλείει ὅλο τὸ κατ᾿ αὐτὴν μυστήριο, ἐκτείνεται πρὸς ὅλα τὰ πέρατα καὶ περιλαμβάνει ὅλα, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ γύρω, τὰ ἐνδιάμεσα καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καὶ δόξα του, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ σὲ αὐτό, κατὰ τὴ μέλλουσα δὲ παρουσία καὶ ἐπιφάνειά του προαναγγέλλει ὅτι θὰ ἔλθει τὸ σημεῖο τούτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς: «ἐνῷ εἴσαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ τὴν ἀκροβυστία τῆς σάρκας, σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τὸ χειρόγραφο ποὺ περιεῖχε τὶς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπὸ τὴ μέση καὶ καρφώνοντάς το στὸ Σταυρό, ξεγυμνώνοντας δὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, τὶς διεπόμπευσε δημόσια θριαμβεύοντάς τες πάνω στὸ Σταυρό». (Κολ. 2,13).

Ἐμεῖς κλίνοντας τὰ γόνατα καὶ τὶς καρδιές, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸ καὶ προφήτη Δαβὶδ (Ψαλμ. 131,7) στὸ τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια του καὶ ὅπου ἐξαπλώθηκαν τὰ χέρια ποὺ συνέχουν τὸ σύμπαν καὶ ὅπου ἐτεντώθηκε γιὰ μᾶς τὸ ζωαρχικὸ σῶμα καὶ προσκυνώντας καὶ ἀσπαζόμενοι αὐτὸν μὲ πίστη, ἂς παίρνουμε πλούσιο τὸν ἀπὸ ἐκεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἂς τὸν φυλάττουμε. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ὑπερένδοξη μέλλουσα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὸν νὰ προηγεῖται λαμπρῶς, θὰ ἀγαλλιάζωμε καὶ θὰ χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι πετύχαμε τὴν ἀπὸ τὰ δεξιὰ θέση, σὲ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιὰ μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Δεν φορεί μόνο σάρκα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αλλά και περιτέμνεται σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, για να μην έχη πρόφασι η απιστία των Ιουδαίων. Γιατί έρχεται προς τον νόμο για χάρι του ίδιου του νόμου, για να ελευθερώση τους μαθητές του μέσω της πίστεως που βασιζόταν στον νόμο. Και παίρνει σάρκα και περιτέμνεται κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Πήρε το ίδιο με αυτούς σώμα, πήρε και την ίδια περιτομή. Έκανε α­ναντίρρητη την συγγένειά Του με αυτούς, ώστε να μη τον αρνη­θούν, Αυτόν, ο οποίος ήταν ο Χριστός που έρχεται από την γενιά του Δαυίδ, και που αυτοί προσδοκούσαν. Έδειξε το γνώρισμα της συγγενείας Του με αυτούς. Γιατί, αν ακόμη και μετά την περιτομή Του έλεγαν «δεν ξέρουμε από πού είναι»[1], εάν δεν είχε περιτμηθή κατά σάρκα, η άρνησίς τους θα είχε κάποια εύλογη πρόφασι.

«Όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ ημέρες»: Γιατί ο νόμος ορίζει την ογδόη ημέρα να γίνεται η περιτομή, και όταν φθάση η ογδόη, έρχεται μέσα ο γιατρός και πιάνει το μαχαιράκι και κάνει τα της τέχνης του. Δεν ισχύει δε τότε η αργία του Σαββάτου λόγω της περιτομής.

Ας ρωτήσουμε λοιπόν τους Ιουδαίους: Ανάπαυσις το Σάββατο· τέλεια αργία αυτή την ημέρα… Για ποια λοιπόν αιτία η ογδόη εκτοπίζει την εβδόμη; Γιατί η ο­γδόη γίνεται ανώτερη από την εβδόμη; Όμως οι Ιουδαίοι δεν γνωρίζουν τα των Ιουδαίων. Ενώ η Εκκλησία του Χριστού και τον Χριστό γνωρίζει και τις Ιου­δαϊκές διδασκαλίες. Περιτέμνεται λοιπόν το παιδί την ογδόη ημέρα, επειδή κατά την ογδόη η Ανάστασις,
δηλαδή η Κυριακή, έμελλε να αποβή η περιτομή[2] όλου του κόσμου. Γιατί άλλωστε δεν διέταξε ο Μωυσής να γίνεται η περιτομή την έκτη ημέρα; Γιατί όχι την εννάτη ή την δεκάτη; Είναι λοιπόν προφανής η σημασία της ο­γδόης ημέρας, κατά την οποία γίνεται η Ανάστασις του Κυρίου. Όποιος λοιπόν δεν πιστεύει στην Ανάστασι είναι απερίτμητος στην καρδιά, αφού με την απιστία του αποξενώνεται από τον Θεό. Ενώ η περιτομή της πίστεως είναι αληθινή γνώσις και αίσθησις. Γι’ αυτό, αγαπητέ μου, η περιτομή δίδεται θεωρητικά στους πι­στούς υπό την έννοια του αγίου βαπτίσματος. Το δε άγιο βάπτισμα είναι τύπος της Αναστάσεως του Χριστού. Να περάσης λοιπόν από την σάρκα στο πνεύμα και από τα σωματικά στο μεγαλείο του πνεύματος και θα βρης εκεί μεν περιτομή σαρκική, εδώ δε περιτομή πνευματική και κάθαρσι από τις αμαρτίες. Ογδόη ημέρα είναι η περιτομή· η δε ογδόη ημέρα είναι και η ανάστασις· της δε αναστάσεως τύπος είναι το βάπτισμα. Δέστε πώς από τα μικρά προοδεύουμε στα μεγαλύτερα, από τα σω­ματικά στα πνευματικώτερα. Να έλθουν λοιπόν οι Ιουδαίοι κι αυτοί και να προοδεύσουν. Γιατί πρέπει να προοδεύσουν από τα σαρκικά και να μην αρκεστούν σ’ αυτά. Λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος δεν ήλθε να καταλύση τον νόμο,
αλλά να τον εκπληρώση, περιετμήθη κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Λέγει λοιπόν ο Ευαγγελιστής: «Συμπληρώθηκαν οκτώ ημέρες για την περιτομή του και του δόθηκε το όνομα Ιησούς, όπως ωνομάστηκε από τον άγγελο προτού να συλληφθή στην κοιλιά της μητέρας του». Εμείς δηλαδή παίρνουμε το όνομα μετά την γέννησί μας, ενώ ο Ιησούς παίρνει το όνομά του προτού να γεννηθή. Γιατί υπήρχε και προτού να συλληφθή. Ωνομάστηκε δε Ιησούς, επειδή το έργο του ήταν έργο Σωτήρος. «Και όταν συμπληρώθηκαν, λέει, οι ημέρες του καθαρισμού τους σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως». Τίνος καθαρισμού; Της Μαρίας και του Ιωσήφ. Διέταζε δηλαδή ο νόμος, η γυναίκα που μόλις είχε γεννήσει να καθαρίζεται και να φυλάγη τις ημέρες και να μην βγαίνη εξω. «Όταν λοιπόν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού σύμφωνα με τον νό­μο του Μωυσέως» — καίτοι δεν υφίστατο τέτοια ανάγκη για την Παρθένο, αλλα όμως εκπληρωνόταν ετσι ο νόμος — «τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα, για να τον προσφέρουν στον Κύριο, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου». Όπου ο λόγος είναι για σωματικό καθαρισμό, λέει «σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως»· όπου για προσφορά του Αγίου, «όπως έχει γραφτή, λέει, στον νόμο του Κυρίου». Όχι ότι ο νόμος του Μωυσέως δεν ήταν νόμος του Κυρίου· διότι, όσα λέει ένας προφή­της κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δεν τα λέει μόνος, αλλά ο Κύριος του τα
υπαγορεύει. Επειδή όμως και ο καθαρισμός είχε χαρακτήρα σωματικό, γι’ αυτό λέει «νόμο του Μωυσέως». Όταν όμως προσφερόταν το πρωτότοκο, λέει «κατά τον νόμο του Κυρίου» τιμώντας έτσι το νεογέννητο.

«Όπως είναι γραμμένο στον νόμο του Κυρίου: κάθε αρσενικό που διανοίγει μήτρα να ονομασθή άγιο και αφιερωμένο στον Κύριο». Αυτή λοιπόν η φράσις και η διάταξις ολόκληρη και η αφορμή της διατάξεως βάλθηκε γι’ αυτόν που επρόκειτο να διανοίξη μήτρα. Γιατί όλα τα πρωτότοκα των ζώων και των ανθρώπων ουδέ­ποτε διήνοιξαν μήτρα, αλλά ήταν απλώς και μόνο πρωτότοκα. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από μητέρα παρθένο, αυτός μόνο διήνοιξε μήτρα. Κάνε μου λοιπόν την χάρι και πρόσεξε ότι η διατύπωσις όλου αυτού του νόμου έγινε για εκείνον μόνο
που επρόκειτο να γεννηθή από μητέρα παρθένο. Πώς όμως να την κατανοούσαν οι Ιουδαίοι; Γιατί σαν σαρκικοί που είναι απέχουν πολύ από του να καταλάβουν τα νοήματα της πνευματικής διδασκαλίας.

Έπειτα ανεβαίνουν «για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα με αυτό που λέει ο νόμος του Κυρίου, ένα ζευγάρι από τρυγόνια ή δύο νεοσσούς από περιστέρια»[3]. Έγιναν δε και αυτά τυπικά, κατά τον νόμο, ώστε να μην υπάρχη καμμιά έλλειψις στην πιστή εκτέλεσι του νόμου. Αυτά είναι συγκεκαλυμμένα νοήματα του Μωσαϊ­κού νόμου. Ας έλθουμε όμως στην εξήγησι του Ευαγγελίου. «Και να, υπήρχε ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ που ωνομαζόταν Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής και το Πνεύμα του Θεού ήταν ­επάνω του. Αυτός είχε λάβει αποκάλυψι από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα τελείωνε την ζωή του προτού δη τον Χριστό τον Κυρίου». Γέροντας ήταν ο Συμεών και πε­ρίμενε την εκπλήρωσι της υποσχέσεως. Έμενε στον ναό μέσα και μονολογούσε: Όπου και να γεννηθή, οπωσδήποτε εδώ θα παρουσιασθή.

«Αυτός ήλθε κατ’ έμπνευσιν του Πνεύματος στον ναό» εκείνη την ώρα που οι γονείς έφερναν εκεί το παιδί. Διότι βέβαια πολλές φορές ερχόταν, αλλά με δική του πρόθεσι. Τότε όμως οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα στην κατάλληλη στιγμή, έρχεται, για να λάβη την εκπλήρωσι της υποσχέσεως.

«Αυτός δέχτηκε στην αγκαλιά του τον Ιησού και ευλόγησε τον Θεό και είπε: Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Από πού τον αφήνεις ελεύθερο; Από τον στίβο της ζωής. Γιατί είναι γεμάτα λύπη τα βιοτικά πράγματα. Η ζωή είναι φυλακή. Εκείνος λοιπόν ήθελε να ελευθερωθή. Εάν όμως κάποιος την αναχώρησι από την εδώ ζωή την θεωρή ζημία αυτός δεν είναι ακόμη τέλειος στην πίστι.

Εκείνος όμως έλεγε: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Διότι αυτός που πρόκειται να κάμη ειρήνη με τον κόσμο έφθασε· ο ειρηνοποιός έχει έλθει- εκείνος που συνδέει τον ουρανό με την γη και μετατρέπει την γη σε ουρανό με την ευαγγελική διδασκαλία έχει κατα­φθάσει.

Ο Συμεών φωνάζει: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη, γιατί είδαν τα μάτια μου την σωτηρία σου», λέει. Τι είναι αυτό που λέει; Προηγουμένως δηλαδή πίστευα με την διάνοιά μου και γνώριζα με τον λογισμό μου. Τώρα όμως είδαν και τα μάτια μου. Και εκείνο που προσδοκούσα με την καρδιά μου, να που το είδαν τα μάτια μου εκπληρωμένο. Και ποιο είναι αυτό; «Είδα, λέει, την σωτηρία σου». Ποια σωτηρία; «Αυτήν που ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών». Όχι του λαού του ενός ούτε του λαού του Ισ­ραήλ μόνο, αλλά «ενώπιον όλων των λαών». Γιατί αυτός που γεννήθηκε είναι δι­δάσκαλος όλων των ανθρώπων.

«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί φως; Επειδή ακριβώς οι εθνικοί βρίσκονταν στο σκοτάδι. Ε­πειδή τα σκοτισμένα ειδωλολατρικά έθνη φωτίζονταν.

«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Εδώ η δόξα και εκεί η αποκάλυψις. Εκεί η αρχή της διδασκαλίας, εδώ η πρόοδος της μαθήσεως.

«Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Αλλά εδώ σίγουρα θα ρωτήση κάποιος: Και πού είναι οι Ισραηλίτες; Έχεις τον Πέτρο, έχεις τον Παύλο, έχεις τον Ιωάν­νη, έχεις τις τρεις χιλιάδες, έχεις τις πέντε χιλιάδες, έχεις την Εκκλησία της Ιε­ρουσαλήμ, έχεις αυτούς που πίστεψαν από τις τάξεις των Ιουδαίων. Γιατί μέσα στους πιστούς βρισκόταν το έθνος. «Εάν ο Κύριος των Δυνάμεων δεν άφηνε για σπόρο μια μικρή μερίδα πιστού λαού ανάμεσά μας, θα είχαμε γίνει σαν τα Σόδομα και θα είχαμε όμοια τύχη με τα Γόμορρα»[4]. Διότι λέει επίσης ο Θεός: «Κράτησα για τον εαυτό μου επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν γονάτισαν να προσκυνήσουν τον Βάαλ»[5].
Έτσι μέσα στον λαό φυλαγόταν το σπέρμα της πίστεως και δεν χάθη­κε ο λαός — μη γένοιτο — ούτε εξαχρειώθηκαν όλοι οι Ιουδαίοι. Αφού και τώρα, σ’ αυτή την μακάρια κατάστασι και κλήσι των Χριστιανών πολλοί είναι οι καλεσμέ­νοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Ο Χριστός δηλαδή κάλεσε όλη την οικουμένη και ετοί­μασε το άγιο τραπέζι του Ευαγγελίου. Αλλά όταν έλθη στη Δευτέρα Παρουσία, μπαίνει μέσα και κάνει ξεδιάλεγμα και εξετάζει με προσοχή τους συνδαιτυμόνες. Κι αν βρη κανένα να μη έχη ένδυμα κατάλληλο για γάμο του λέει: «Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα χωρίς γαμήλιο ένδυμα;»[6] Και θα τον βγάλη έξω καθώς ακού­σαμε στα υαγγέλια. Ώστε, όπως και εκεί έγινε εκλογή, έτσι και εδώ θα γίνη ε­κλογή. Μήπως δηλαδή, επειδή έχουμε κληθή, πρέπει στο εξής να αλαζονευώμαστε, σαν να
έχουμε, αλήθεια, εξασφαλίσει την τελειότητα; Λοιπόν, η πτώσις εκείνων ας γίνη δική μας ασφάλεια. Έτσι, αγαπητέ, ούτε ο λαός χάθηκε ολόκληρος, ούτε όλος εξαχρειώθηκε, ούτε όλος απίστησε, ούτε όλος κατεδίωξε τους Αποστόλους, αλλά με το κήρυγμα των Αποστόλων πίστευσαν αμέσως τρεις χιλιάδες, χωρίς τις γυ­ναίκες και τα παιδιά. Και έγινε στην Ιερουσαλήμ Εκκλησία αναρίθμητη, ενώ α­κόμη δεν είχε καταστραφή ο Ναός, ενώ ακόμη δεν είχαν εκδιωχθή oι Ιουδαίοι, ενώ ακόμη δεν είχε γκρεμισθή η Ιερουσαλήμ. Οικοδομήθηκε Εκκλησία και τα λό­για του Ιωάννη έγιναν ξεκάθαρη αλήθεια: «Εκείνος πρέπει να μεγαλώνη, εγώ δε να μικραίνω»[7].

Ο Συμεών λοιπόν που είναι προφήτης λέγει: «Δόξα για τον λαό σου τον Ισ­ραήλ». Γιατί ήταν δόξα γι' αυτούς που προσδοκούσαν η συνάντησις εκείνου τον οποίο προσδοκούσαν.

Και αναλογίζονταν ο Ιωσήφ και η Μαρία αυτά που άκουγαν: Ο άγγελος έφερε την ευχάριστη είδησι, οι μάγοι τον εγνώρισαν, οι ποιμένες τον έμαθαν, οι στρατιές των αγγέλων χόρευαν, το αστέρι από πάνω τον ανήγγειλε, ο Συμεών προφητεύει, η
Άννα η κόρη του Φανουήλ προφητεύει, η γη αγαλλόταν, ο ουρανός μίλησε με το αστέρι, οι μάγοι αρνήθηκαν τον τύραννο, οι ποιμένες προσκύνησαν τον αρχιποιμένα, όλα τον εγνώρισαν, η μητέρα ήξερε, ο Ιωσήφ πληροφορήθηκε, έτρεμαν για όσα έγιναν, όμως κατάλαβαν την έκβασι των γεγονότων.

«Και ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στην Μαριάμ την μητέρα του: Αυτός πρόκειται να γίνη πτώσις και έγερσις για πολλούς μέσα στον Ισραήλ και σημείο αντιλεγόμενο». Πτώσις για ποιους; Σαφώς γι' αυτούς που απιστούν, αυτούς που αντιλέγουν, αυτούς που τον σταυρώνουν. Και έγερσις για ποιους; Αυτούς που τον αναγνωρίζουν και τον ομολογούν με ευγνωμοσύνη.

«Και σημείο αντιλεγόμενο». Ποιο σημείο αντιλεγόμενο; Το σημείο του Σταυ­ρού, που η Εκκλησία το θεωρεί σωτηρία του κόσμου, που οι Ιουδαίοι το εχθρεύονται και που πολλές φορές και ο ουρανός το διεκήρυξε. Αμφισβητείται το σημείο, για να νικήση η αλήθεια. Γιατί χωρίς αντίλογο δεν μπορεί να γίνη ολοκληρωμένη νίκη. Έπρεπε λοιπόν να εμφανισθή η αντιλογία, για να εκδώση την απόφασί του ο
δικαστής, αφού μακροθυμήση μέχρι το τέλος των αιώνων. Γι’ αυτό λέει «και ση­μείο αντιλεγόμενο». Αντιλέγουν δε εκείνοι που απιστούν.

Και συ, λέει, θεωρείσαι μητέρα. Άραγε λοιπόν εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή συμφώνησες να γίνης μητέρα, επειδή τον εγέννησες, επειδή έκρινες καλό να του δανείσης την μήτρα σου; (Διότι η κοιλιά σου έγινε δοχείο της ενεργείας του
Αγίου Πνεύματος). Άραγε λοιπόν θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή έγινες Θεο­τόκος, επειδή συνέλαβες χωρίς πείρα γάμου, επειδή καταστάθηκες Μητέρα του Δημιουργού σου; Άραγε εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού; Ούτε κι εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, αλλά «κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυ­χή». Γιατί, Κύριε μου; Σε τι αμάρτησα; Σε τίποτε δεν αμάρτησες βέβαια. Όταν
όμως Τον δης κρεμασμένο στον Σταυρό, όταν Τον δης να υποφέρη για όλο τον κό­σμο, όταν δης στον Σταυρό τα χέρια Του τρυπημένα και καρφωμένα στο ξύλο, τότε θα αρχίσης να αμφιβάλλης και να λες: Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο μου μί­λησε ο άγγελος; Αυτός είναι εκείνος στον οποίο έγινε το θαύμα της συλλήψεως;

Παρθένος ήμουν και γέννησα και έμεινα πάλι παρθένος. Γιατί λοιπόν αυτός σταυρώνεται;

«Κι εσένα την ιδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Ώστε, σύμφωνα με την προφητεία του δικαίου Συμεών, κανένας δεν έμεινε εκτός πειρασμού. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους μαθητές, τον αρνήθηκε τρεις φορές. Οι άλλοι μα­θητές τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. Ούτε είχε άλλωστε ο τσομπάνος ανάγκη από τα πρόβατα για να τον προστατεύσουν, ενόσω αυτός έδιωχνε τους λύκους,
ούτε ο αγωνιστής είχε ανάγκη από βοηθούς, αλλά όλοι τους έφυγαν. Και ο Χριστός έμει­νε μόνος κρεμασμένος στον Σταυρό σαν κριάρι έτοιμο για θυσία. Λοιπόν και αυ­τής την ψυχή την διεπέρασε η ρομφαία: ο πειρασμός δηλαδή και η αμφιβολία.

«Κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή, ώστε να αποκα­λυφθούν από πολλές καρδιές οι λογισμοί». Πάσχει λοιπόν ο Ιησούς, για να ελέγξη την απιστία και για να γεμίση από ευγνωμοσύνη τις καρδιές αυτών που Τον πιστεύουν. Αντιλέγεται το σημείο, για να ελεγχθούν αυτοί που αντιλέγουν από κακία. Γιατί, αν η αλήθεια ήταν από κάθε άποψι αναντίρρητη για τους ανθρώ­πους,
τότε η ευσέβεια θα έμενε αδοκίμαστη. Όμως με το να γίνεται παραχώρησις στην αντιλογία, δοκιμάζεται η ελεύθερη εκλογή της αλήθειας. Αντιλέγεται το ση­μείο. Γιατί πώς αλλιώς θα δοκιμάζονταν οι μάρτυρες στους διωγμούς; Πώς θα α­γωνίζονταν
και θα αναδεικνύονταν νικητές με την καρτερία τους; Δες πόσο ωφέ­λησε η αντιλογία, αφού έφτιαξε όχι πιστούς απλώς, όπως θάλεγε κανείς, αλλά και μάρτυρες που έφθασαν μέχρι τα βασανιστήρια και τον θάνατο και παρουσίασαν μια απόδειξι της χάριτος του Χριστού με την καρτερία τους.

Όταν λοιπόν ο Συμεών λέει «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον», εννοείται ότι ούτε την πτώσι την προξενεί αυτός, ούτε την ανάστασι την προσφέρει με την βία, αλλά «κείται εις πτώσιν» αυτών που σκοντάφτουν στον λίθο του προσκόμματος και «εις ανάστα­σιν» εκείνων που πιστεύουν με την αγαθή τους προαίρεσι. Διότι λέει «κείται». Σαν να
έλεγε κανείς: Το φως ανατέλλει για να βλέπουν οι υγιείς, ενώ αυτοί που τους πονούν τα μάτια να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την λάμψι του φωτός. Γιατί πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν οι πρώτοι να πέσουν και να είναι αξιοκατάκριτοι, ενώ οι δεύτεροι να σηκωθούν με χρηστές ελπίδες που προέρχονται από την καλή τους προαίρεσι, αν δεν υπήρχε το «αντιλεγόμενο σημείο»; Γιατί λέει ο
Συ­μεών «και εις σημείον αντιλεγόμενον»; Για να μη προξενήση η αντιλογία απορία στους πιστούς. Το να αμφισβητείται δε και η αλήθεια του Θεού, είναι φανερό ότι αυτό γίνεται, επειδή το επιτρέπει ο Θεός. Κανένας δηλαδή δεν μπορεί να προβάλη καμμιά αντίρρησι, αν δεν το επιτρέψη αυτό ο Θεός. Είναι όντως αναγκαία η παραχώρησι αυτή εκ μέρους του Θεού, για να φανερωθούν οι άξιοι.

Θα έλθη όμως εποχή που δεν θα υπάρχη πια καμμιά αντίρρησις. Όταν δηλαδή το σημείο του Σταύρου θα λάμψη σαν προάγγελος του Κυρίου από τον ουρανό, «τότε θα κλίνη κάθε γόνυ στα επουράνια και στα επίγεια και στα καταχθόνια και κάθε γλώσσα θα ομολογήση ότι ο Χριστός είναι Κύριος προς δόξαν του Θεού Πατρός»[8]. Όσο δηλαδή το σημείο αυτό φαίνεται μόνο του και είναι απλό σημείο
και δεν φαίνεται πουθενά ο σημαινόμενος, το σημείο θα αντιλέγεται. Όταν όμως ο ίδιος ο σημαινόμενος αποκαλύψη τον εαυτό του κατά την Δευτέρα Παρουσία, τότε πια κανείς δεν θα τολμά να αντιλογήση στο σημείο, γιατί ο σημαινόμενος θα έχη καταφθάσει με ολοφάνερη την θεότητά του εναντίον εκείνων που Τον αρνούν­ται. Τότε εκείνοι που προηγουμένως είχαν δεχθή το σημείο θα δοξασθούν από αυ­τόν που εκείνο υποδήλωνε, ενώ εκείνοι που αμφισβήτησαν το σημείο θα καταδικα­σθούν από τον υποδηλωθέντα. Και αυτό θα είναι τότε το τέλος της αντιλογίας, το τέλος της πλάνης, το τέλος της αμφιβολίας, το τέλος της απιστίας, η αρχή δε των βραβείων και των στεφάνων. Αυτά μακάρι όλοι μας να τα επιτύχουμε με την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

[1] πρβλ. Ιωάν. ζ' 41-43
[2] Η ανάστασις των νεκρών κατά την δευτέρα παρουσία θα αποτελέση την
«περιτομή» δηλ. την ο­ριστική απομάκρυνσι του κακού και της αμαρτίας από
ολόκληρη την κτίσι.
[3] Λευϊτ. ε’ 11, ιβ’ 8
[4] Ησ. α’ 9
[5] Ρωμ. ια’ 4· πρβλ. Γ’ Βασ. ιθ’ 18
[6] Ματθ. κβ’ 12
[7] Ιωάν. γ’ 30
[8] Φιλιπ. β’ 10-11

Η β΄ ομιλία του ιερού Χρυσοστόμου «Στη Γενέθλιο ημέρα του Σωτήρος», γνωρίζουμε ότι εκφωνήθηκε όπως και η πρώτη, ημέρα Χριστουγέννων, άγνωστο όμως ποια χρονολογία.

Η ομιλία αυτή έχει τον ίδιο τίτλο με την προηγούμενη, όχι όμως και το ίδιο περιεχόμενο. Εδώ ο Χρυσόστομος θέλει να διδάξει το λόγο της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, με ποιον τρόπο προσέλαβε την ανθρώπινη μορφή και γιατί διάλεξε αυτόν τον τρόπο.

Η ρητορική δεινότητα του Χρυσοστόμου, η αναφορά και επιχειρηματολογία του μέσα από την Αγία Γραφή, καθιστούν κι αυτή την ομιλία σπουδαιότατη.

(Πρωτότυπο κείμενο: Ελληνική Πατρολογία του Migne, τομ. 56, σελ. 386-394)

«Χριστός γεννάται…»

1. Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο. Ποιμένες αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Βλέπουν εκείνο που είναι πάνω στον ουρανό, να βρίσκεται πάνω στη γη λόγω της οικονομίας του για τον άνθρωπο, και τον άνθρωπο που είναι στη γη, να βρίσκεται ψηλά στον ουρανό εξαιτίας της φιλανθρωπίας του ανθρώπου.

Σήμερα η Βηθλεέμ έγινε όμοια με τον ουρανό, αφού εμφανίστηκαν σε αυτήν αντί για αστέρια άγγελοι που ανυμνούν το Θεό, και δέχτηκε με τρόπο θαυμαστό στο χώρο της όχι το φυσικό ήλιο, αλλά τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις πώς έγινε αυτό. Γιατί εκεί όπου εκδηλώνεται η θέληση του Θεού, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Θέλησε λοιπόν ο Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε από τους ουρανούς και έσωσε τον άνθρωπο, γιατί τα πάντα υπακούουν στο Θεό. Σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε δηλαδή τις θεϊκές του ικανότητες για να γίνει άνθρωπος, ούτε πάλι άλλαξε και από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη.

Και όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν παραδεχόντουσαν την γέννησή Του. Και οι μεν Φαρισαίοι παρερμήνευαν τις θείες Γραφές, οι δε Γραμματείς δίδασκαν τα αντίθετα του μωσαϊκού νόμου. Ο Ηρώδης γύρευε το νεογέννητο, όχι για να του προσφέρει τιμές, μα για να το σκοτώσει. Γιατί έβλεπαν ότι σήμερα τα πράγματα ήρθαν αντίθετα προς τις προσδοκίες τους. Γιατί όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «δεν έγιναν αυτά κρυφά από τα παιδιά τους και θα γίνουν γνωστά και στις επερχόμενες γενεές» (Ψαλμ. 77,4). Προσήλθαν λοιπόν βασιλείς για να δουν με θαυμασμό το Βασιλιά των Ουρανών και απορούσαν που ήρθε στη γη χωρίς αγγέλους και αρχαγγέλους και θρόνους και κυριότητες και δυνάμεις και εξουσίες, και πέρασε από δρόμο παράξενο και απάτητο, δηλαδή από σπλάχνα παρθενικά, χωρίς να παύσει να επιστατεί τους αγγέλους Του. Και χωρίς να χάσει τις θεϊκές Του ιδιότητες έγινε άνθρωπος και ήρθε κοντά μας. Βασιλείς λοιπόν ήρθαν να προσκυνήσουν τον ένδοξο Βασιλιά των Ουρανών, στρατιώτες να υπηρετήσουν τον αρχιστράτηγο των ουρανίων δυνάμεων, γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που γεννήθηκε από γυναίκα, για να μετατρέψει σε χαρά τις λύπες της γυναίκας. Ήρθαν παρθένοι στο υιό της Παρθένου κι απορούσαν πως ο δημιουργός των μητρικών μαστών και του γάλακτος, Εκείνος που κάνει τους μαστούς μόνοι τους να βγάζουν άφθονο γάλα, πως έφαγε παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο. Ήρθαν τα νήπια σ’ Εκείνον που έγινε νήπιο για να συντεθεί ύμνος στον Κύριο από νήπια που ακόμη θηλάζουν. Ήρθαν παιδιά προς το Παιδί που τα έκανε μάρτυρές Του εξαιτίας της θηριωδίας του Ηρώδη. Ήρθαν οι άνδρες σ’ Εκείνον που έγινε άνθρωπος και θεράπευσε τις ταλαιπωρίες των δούλων Του. Ήρθαν ποιμένες στον καλό Ποιμένα που θυσιάζεται για να σώσει τα πρόβατά Του. Ήρθαν ιερείς σ’ Εκείνον που έγινε Αρχιερέας κατά σειρά διαδοχής από τον Μελχισεδέκ. Ήρθαμε οι δούλοι σ’ Εκείνον που έλαβε δούλου μορφή, για να μετατρέψει σε ελευθερία την δουλεία μας. Ήρθαν οι ψαράδες σ’ Εκείνον που τους μετέτρεψε από απλούς ψαράδες σε ψαράδες ανθρώπων. Ήρθαν τελώνες σ’ Εκείνο που ανέδειξε έναν από τους τελώνες Ευαγγελιστή. Ήρθαν οι πόρνες σ’ Εκείνον που άφησε τα πόδια Του να τα βρέξει με τα δάκρυά της η πόρνη. Και για να μιλήσω με συντομία, όλοι οι αμαρτωλοί ήρθαν να δουν τον Αμνό του Θεού που σήκωσε πάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου. Οι ταπεινοί μάγοι, οι ποιμένες που τον τίμησαν, οι τελώνες που κήρυξαν το Ευαγγέλιο, οι πόρνες που του πρόσφεραν μύρα, η Σαμαρείτιδα που επιθυμούσε να γευτεί νερό από την πηγή της ζωής, η Χαναναία που είχε ακλόνητη πίστη. Αφού λοιπόν όλοι πανηγυρίζουν χαρούμενοι, κι εγώ επιθυμώ να σκιρτήσω, και να χορέψω και να πανηγυρίσω. Χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλάδους κισσού, χωρίς να κρατάω αυλό, χωρίς να κρατάω αναμμένες λαμπάδες, αλλά κρατώντας στα χέρια μου αντί για μουσικά όργανα, τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά είναι η ζωή μου, αυτά είναι για μένα αυλός και κιθάρα. Γι αυτό τα έχω μαζί μου, για να μου δώσουν με την δική τους δύναμη την ικανότητα να π ω μαζί με τους αγγέλους: «Δόξα στον ύψιστο Θεό», και μαζί με τους ποιμένες: «και ας επικρατήσει στη γη η ειρήνη και στους ανθρώπους η αγάπη» (Λουκ. 2,14).

Σήμερα γεννιέται από Παρθένο, με τρόπο που δεν μπορώ να περιγράψω, εκείνος που γεννήθηκε από τον Πατέρα με τρόπο ανέκφραστο πριν απ’ όλους τους αιώνες. Αλλά τότε γεννήθηκε από τον Πατέρα κατά τη θεία φύση Του, δηλαδή πριν από τη δημιουργία του κόσμου, και όπως γνώριζε ο Πατέρας. Σήμερα γεννήθηκε πάλι, όχι όμως σύμφωνα με τους νόμους της φύσης, αλλά όπως γνωρίζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και η προαιώνια γέννησή Του είναι αληθινή, και η επίγεια επίσης είναι αναμφισβήτητη και είναι αλήθεια πως από το Θεό γεννήθηκε Θεός, και είναι αλήθεια πως γεννήθηκε ο Ίδιος ως άνθρωπος από Παρθένο. Στον ουρανό γεννήθηκε μόνος Αυτός από το μόνο Θεό και είναι Μονογενής, και στη γη γεννήθηκε μόνος Αυτός από την Παρθένο, και είναι πάλι Μονογενής. Όπως λοιπόν για την προαιώνιο στους ουρανούς γέννηση είναι ασέβεια να δεχτούμε πως τον γέννησε μητέρα, έτσι αποτελεί βλασφημία να δεχτούμε τη συνεργία πατέρα για την ενανθρώπισή Του στη γη. Ο μεν Πατέρας τον γέννησε χωρίς σαρκική σπορά, η δε Παρθένος χωρίς να φθαρεί η αγνότητά της. Γιατί ούτε ο Θεός κατά τη γέννηση υπέστη σαρκική ρεύση, αφού γέννησε με θεοπρεπή τρόπο, ούτε η Παρθένος κατά τη γέννησή της έχασε την αγνότητά της, γιατί γέννησε με πνευματικό τρόπο. Συνεπώς ούτε η προαιώνια γέννησή Του μπορεί να ερμηνευτεί, ούτε η έλευσή Του στη γη επιδέχεται κατανοήσεως. Εκείνο λοιπόν που γνωρίζω είναι ότι σήμερα η Παρθένος γέννησε τον Κύριο, τον οποίο πιστεύω ότι ο Θεός γέννησε προαιωνίως. Και τον τρόπο της γεννήσεως έμαθα να σέβομαι σιωπηρά, και διδάχθηκα να μην πολυσυζητώ το θέμα αυτό. Γιατί, για τα θέματα που αναφέρονται στο Θεό, δεν πρέπει να εξετάζουμε τη φυσική εξέλιξη των γεγονότων, αλλά να πιστεύουμε στη δύναμη του δημιουργού τους. Φυσικός, βέβαια, είναι ο νόμος να γεννήσει η γυναίκα όταν παντρευτεί με κάποιον άντρα. Αλλά όταν μια παρθένος, που δεν παντρεύτηκε, μείνει παρθένος αφού γεννήσει, τούτο υπέρκειται των φυσικών νόμων. Οφείλουμε λοιπόν να ερευνούμε τα φυσικά φαινόμενα και να σεβόμαστε σιωπηρά τα υπερφυσικά, όχι γιατί είναι επικίνδυνα, αλλά γιατί αποτελούν μυστήριο που αξίζει να του δείχνουμε με τη σιωπή μας σεβασμό.

Παρακαλώ όμως να με συγχωρέσετε, επειδή επιθυμώ να διακόψω το λόγο που ήδη αρχίσαμε. Γιατί αισθανόμενος δειλία για την έρευνα των υπερφυσικών θεμάτων δε γνωρίζω κατά ποιον τρόπο και σε κάποια κατεύθυνση να στρέψω το λόγο μου. Τι να πω λοιπόν ή για ποιο θέμα να μιλήσω; Βλέπω τη μητέρα, ατενίζω το βρέφος, αλλά αδυνατώ να συλλάβω τον τρόπο της γεννήσεως. Γιατί, εκεί όπου θέλει ο Θεός νικώνται οι νόμοι της φύσης και ξεπερνιώνται τα όρια της φυσικής τάξης. Δεν πραγματοποιήθηκε λοιπόν η γέννηση του Χριστού σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, αλλά υπήρξε θαύμα υπερφυσικό, γιατί παραμερίσθηκε η φυσική τάξη και ενήργησε η θέληση του Θεού. Πόσο ανέκφραστη είναι η χάρη του Θεού! Ο Μονογενής Λόγος που γεννήθηκε πριν απ’ όλους τους αιώνες, ο απρόσιτος και ασώματος και μοναδικός, εισήλθε στο φθαρτό και ορατό σώμα μου. Για ποιο λόγο; Για να διδάξει με την παρουσία Του, και με τον τρόπο αυτό να μας οδηγήσει προς τα αόρατα. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι πιστεύουν περισσότερο σε ό,τι βλέπουν παρά σε ό,τι ακούνε, και αμφιβάλλουν για ό,τι δεν βλέπουν, για τούτο δέχθηκε να προσφέρει μέσω ενός ορατού σώματος τον Εαυτό Του στη θέα των ανθρώπινων ματιών, ώστε να διαλυθεί κάθε αμφιβολία. Και γεννιέται από Παρθένο, που δεν το γνώριζε αυτό. Ούτε συμμετείχε στο γεγονός, ούτε συνεργάστηκε γι αυτό που έγινε, αλλά υπήρξε απλό όργανο της ανεξιχνίαστης θείας δύναμης, γνωρίζοντας μόνο ό,τι έμαθε αφού ρώτησε το Γαβριήλ: «και πώς θα γίνει αυτό αφού δεν γνωρίζω άνδρα;» και της απάντησε «αυτό θέλεις να μάθεις; Θα έρθει σε σένα η χάρη του Αγίου Πνεύματος και η δύναμη του Υψίστου Θεού θα σε επισκιάσει» (Λουκ. 1,34-35). Αλλά πώς ήταν μαζί της στην αρχή και ύστερα γεννήθηκε από αυτήν; Όπως ένας τεχνίτης που βρίσκει ένα πολύ καλό υλικό, κατασκευάζει ωραιότατο δοχείο, έτσι και ο Χριστός, επειδή βρήκε αγνό το σώμα και την ψυχή της Παρθένου, το έκανε έμψυχο ναό για τον Εαυτό Του, και έπλασε με τον τρόπο που θέλησε τον άνθρωπο μέσα της, και αφού έλαβε τη μορφή αυτού του ανθρώπου, παρουσιάστηκε στον κόσμο σήμερα, χωρίς να ντραπεί την ασχήμια της ανθρώπινης φύσης. Γιατί δεν ήταν προσβλητικό γι’ Αυτόν να λάβει την μορφή του πλάσματός Του. Και το πλάσμα αυτό απέκτησε μεγάλη δόξα γιατί μέσα του εισήλθε ο Δημιουργός του. Όπως λοιπόν στην πρώτη δημιουργία ο άνθρωπος δεν μπορούσε να δημιουργηθεί πριν να πάρει πηλό στα χέρια του ο Θεός, έτσι δεν μπορούσε να διορθωθεί το δοχείο που είχε φθαρεί, αν δεν έμπαινε μέσα του Εκείνος που το δημιούργησε.

 

Η συμβολή της Παρθένου Μαρίας

2. Αλλά τι να πω, ή για ποιο ζήτημα να μιλήσω; Γιατί το θαύμα που έγινε μου προξενεί κατάπληξη. Ο προαιώνιος γίνεται μικρό παιδί, Εκείνος που καθόταν σε υψηλό και μεγαλόπρεπο θρόνο τοποθετείται μέσα σε φάτνη, ο απρόσιτος και μοναδικός, ο ασύνθετος και ασώματος σπαργανώνεται με ανθρώπινα χέρια. Εκείνος που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας, εθελουσίως τυλίγεται με βρεφικά σπάργανα. Γιατί θέλει να μεταβάλει την ατιμία σε τιμή, να ντύσει με δόξα την ασημότητα και να καταστήσει την έκφραση της ύβρεως τρόπο έκφρασης της αρετής. Για τούτο φορεί το σώμα μου, για να χωρέσω εγώ το Λόγο του. Πήρε το σώμα μου και μου έδωσε τον Πνεύμα Του, ώστε δίνοντας και παίρνοντας, να με κάνει να κερδίσω το θησαυρό της αιώνιας ζωής. Παίρνει το σώμα μου για να με εξαγιάσει, μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.

Αλλά τι να πω ή για ποιο ζήτημα να μιλήσω; «Να, η Παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ησ. 7,14). Δεν το λέμε πια σαν κάτι που θα γίνει, μα το θαυμάζουμε σαν κάτι που έγινε. Κι έγινε αυτό στους Ιουδαίους που ανάμεσά τους διαδιδόταν, και το πιστεύουμε εμείς που ούτε λέξη δεν λέγαμε γι αυτό. «Να, η Παρθένος θα μείνει έγκυος». Ήταν γραμμένο στα κείμενα της Ιουδαϊκής συναγωγής, το περιεχόμενό του όμως είναι κτήμα της Εκκλησίας. Η Ιουδαϊκή συναγωγή βρήκε τα κείμενα μέσα στα οποία αναφερόταν, η Χριστιανική Εκκλησία όμως ανακάλυψε τον πολύτιμο θησαυρό που περιείχαν. Εκείνη (η Συναγωγή) έβαψε το νήμα, η

Εκκλησία φόρεσε τη Βασιλική στολή. Στην Ιουδαία δηλαδή γεννήθηκε ο Κύριος, αλλά τον υποδέχθηκε ολόκληρη η οικουμένη. Η Ιουδαϊκή συναγωγή τον έθρεψε και τον γαλούχησε, μα η Εκκλησία μας τον έλαβε και ωφελήθηκε. Εκεί βλάστησε το κλήμα της αμπέλου, αλλά σ’ εμένα ωρίμασε το σταφύλι της αλήθειας. Εκείνη τρύγησε το σταφύλι, αλλά τα έθνη πίνουν το μυστηριακό ποτό. Εκείνη έσπειρε τον σπόρο του σίτου στην Ιουδαία, αλλά τα έθνη θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Τα έθνη έκοψαν με σεβασμό το τριαντάφυλλο και στους Ιουδαίους απέμειναν τα αγκάθια της απιστίας. ’νοιξε τα φτερά του ο νεοσσός και πέταξε, και οι ανόητοι ακόμη κάθονται και φυλάνε τη φωλιά. Οι Ιουδαίοι ερμηνεύουν τα βιβλία που περιέχουν το γράμμα και τα έθνη απολαμβάνουν τον καρπό του Πνεύματος. «Να, η Παρθένος θα μείνει έγκυος». Πες μου Ιουδαίε, πες μου λοιπόν ποιον γέννησε; Κάνε μου τη χάρη να πάρεις θάρρος, τουλάχιστον όσο πήρες μπροστά στον Ηρώδη. Μα δεν παίρνεις θάρρος και ξέρω γιατί. Γιατί έχεις μέσα σου πονηρία. Στον Ηρώδη το είπες για να τον σκοτώσει. Σε μένα δεν το λες για να μην προσκυνήσω. Ποιόν όμως γέννησε η Παρθένος; Ποιόν; Τον Κύριο της δημιουργίας. Γιατί κι αν εσύ δεν το ομολογείς, όμως το διακηρύττει ολόκληρη η δημιουργία. Τον γέννησε βέβαια, όπως θέλησε να γεννηθεί Εκείνος που γεννήθηκε. Η φύση δεν γνώριζε τέτοιο τρόπο, αλλά ο Κύριος της φύσεως βρήκε παράδοξο τρόπο να γεννηθεί για να δείξει πως αν και πήρε ανθρώπινη μορφή, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος αλλά σαν Θεός.

Γεννήθηκε λοιπόν σήμερα από Παρθένο, η οποία νίκησε τη φύση και δεν παρέστη ανάγκη να παντρευτεί. Γιατί ταίριαζε στον Ύψιστο κατά την αγιότητα, να γεννηθεί κατά τρόπο άγιο και καθαρό. Γιατί είναι ο ίδιος που έπλασε κάποτε τον Αδάμ από παρθενική γη και μορφοποίησε την γυναίκα του χωρίς μεσολάβηση γυναίκας. Όπως λοιπόν ο Αδάμ απέκτησε γυναίκα χωρίς γυναίκα, έτσι και η Παρθένος σήμερα γέννησε άνδρα χωρίς άνδρα. Μα είναι, λέει, άνθρωπος, και ποιος θα τον γνωρίσει; Επειδή λοιπόν το γυναικείο φύλο χρωστούσε ευγνωμοσύνη στο ανδρικό, γιατί ο Αδάμ μονάχος του, χωρίς γυναίκα, έκανε την Εύα, για το λόγο αυτό σήμερα η Παρθένος γέννησε χωρίς άνδρα, για να πληρώσει, ως αντιπρόσωπος της Εύας, το χρέος που είχε εκείνη στους άνδρες. Για να μην περηφανεύεται δηλαδή ο Αδάμ που χωρίς γυναίκα έκανε γυναίκα, γι αυτό και η γυναίκα (η Παρθένος) χωρίς άνδρα γέννησε τον άνδρα (Χριστό), για να δείξει με το ίδιο θαυμαστό κατόρθωμα ότι είναι από τη φύση ίσοι. Όπως αφαίρεσε ο Θεός την πλευρά απ’ τον Αδάμ και δεν έπαθε τίποτε η σωματική του αρτιότητα, έτσι έκανε το σώμα της Παρθένου έμψυχο ναό και δεν έθιξε την παρθενική της αγνότητα. Ακέραιος παρέμεινε ο Αδάμ και μετά την αφαίρεση της πλευράς του, αδιάφθορη και η Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους. Γι αυτό και δε χρησιμοποίησε άλλο τρόπο για να κάνει ναό για τον Εαυτό του, ούτε έπλασε άλλο σώμα για να εμφανισθεί στη γη. Για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη απ’ την οποία δημιουργήθηκε ο Αδάμ. Επειδή λοιπόν εξαπατήθηκε ο άνθρωπος και μεταβλήθηκε σε όργανο διαβόλου, γι αυτό ο Κύριος ανοικοδόμησε τον έμψυχο αυτό ναό που είχε καταστραφεί, για να απομακρύνει τον άνθρωπο από τη σχέση του με το διάβολο συνδέοντάς τον με τον Δημιουργό του. Όμως, αν και έγινε άνθρωπος, δε γεννήθηκε σαν άνθρωπος μα σαν Θεός. Γιατί, αν γεννιόταν ύστερα από ένα συνηθισμένο γάμο, όπως εγώ, οι πολλοί θα θεωρούσαν ψεύτικη τη γέννηση του Θεού. Γι αυτό τώρα γεννιέται από Παρθένο, κι ενώ γεννιέται, διαφυλάσσει άθικτη την μητρική μήτρα και ακέραιη την παρθενία, για να γίνει ο παράξενος τρόπος της κυοφορίας πρόξενος μεγάλης πίστης σε εμένα. Γι αυτό είτε ειδωλολάτρης με ρωτά είτε Ιουδαίος, αν ο Χριστός ήταν πραγματικά Θεός και έγινε άνθρωπος παρά τους φυσικούς νόμους, θα του απαντήσω ναι, και θα καλέσω ως μάρτυρα των λόγων μου την άθικτη σφραγίδα της παρθενίας. Γιατί έτσι ο Θεός υπερβαίνει τη φυσική τάξη. Έτσι διαπλάσσει την μητρική κοιλιά και δημιουργεί την παρθενία, επειδή βρήκε αμόλυντο τρόπο για τη γέννηση και κατασκεύασε για τον εαυτό του ναό σύμφωνα προς τη θεία του θέληση.

Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γεννήθηκε η Παρθένος ή όχι; Γιατί αν μεν γέννησε, οφείλεις να ομολογήσεις το υπερφυσικό της γέννησης, αν δεν γέννησε γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Γιατί όταν εκείνος ζητούσε να πληροφορηθεί τον τόπο της γέννησης του Χριστού, εσύ είπες ότι γεννιέται στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Μήπως εγώ γνώριζα το χωριό αυτό ή την περιοχή; Μήπως γνώριζα την αξία Εκείνου που γεννιόταν; Δεν μίλησε γι’ Αυτόν ο Ησαΐας και τον ονόμασε Θεό; Γιατί είπε: «Θα γεννήσει γιο και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ (ο Θεός μαζί μας)». Δεν είστε εσείς οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς τηρητές του Μωσαϊκού νόμου, που μας διδάξατε όλα όσα αναφέρονται σ’ Εκείνον; Μήπως γνωρίζαμε εμείς την εβραϊκή γλώσσα; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Και όταν γέννησε η Παρθένος, αλλά και πριν γεννήσει, για να μην νομίσει κανείς ότι εξηγήθηκαν εκείνα που λέγει η Γραφή όπως θα ήταν ευχάριστο στο Θεό, τότε που σας ρώτησε ο Ηρώδης, δεν του παρουσιάσατε για μάρτυρα τον προφήτη Μιχαία για να επιβεβαιώσει τη μαρτυρία σας; Γιατί λέγει ο προφήτης: «Και συ Βηθλεέμ που ανήκεις στην περιοχή του Εφραθά, δεν είσαι η πιο ασήμαντη απ’ τις ονομαστές πόλεις της φυλής του Ιούδα. Γιατί από σένα θα προέλθει άρχοντας που θα ποιμάνει τον λαό μου τον Ισραήλ» (Μιχ. 5, 2, Ματθ. 2,6). Σωστά είπε ο προφήτης «από σένα». Γιατί από εσάς τους Εβραίους προήλθε και παρουσιάστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Γιατί εκείνος που υπάρχει, παρουσιάζεται. Εκείνος που δεν υπάρχει, τον κάνουν ή γεννιέται. Αυτό όμως υπήρχε, και μάλιστα προϋπήρχε και ήταν αιώνιος. Υπήρχε πάντα ως Θεός και κυβερνούσε τον κόσμο. Σήμερα όμως γεννήθηκε για να καθοδηγήσει τον άνθρωπο ως άνθρωπος και να σώσει την οικουμένη ως Θεός. Πόσο χρήσιμοι αντίπαλοι είναι και πόσο φιλάνθρωποι επικριτές! Αυτοί που απέδειξαν χωρίς να το θέλουν ότι είναι Θεός Εκείνος που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, αυτοί που έκαναν γνωστό ως Κύριο Εκείνον που ήταν κρυμμένος στη φάτνη και φανέρωσαν χωρίς να το θέλουν Εκείνο που βρισκόταν στο σπήλαιο. Και με τον τρόπο αυτό χωρίς να το θέλουν τον ευεργέτησαν, γιατί ενώ ήθελαν να αποκρύψουν τη γέννησή του, την κατέστησαν γνωστή. Είδες πόσο ανόητοι διδάσκαλοι είναι; Δεν έχουν ιδέα γι αυτά που διδάσκουν, πεινούν οι ίδιοι και ταΐζουν άλλους, διψούν και δίνουν σε άλλους το νερό, είναι φτωχοί και κάνουν άλλους πλούσιους. Εμπρός, λοιπόν, ας εορτάσουμε και ας πανηγυρίσουμε. Είναι βέβαια παράξενος ο τρόπος που εορτάζουμε, γιατί είναι παράδοξος και ο λόγος που γεννήθηκε ο Χριστός.

Σήμερα, λοιπόν, λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά, ντροπιάστηκε ο διάβολος, οι δαίμονες εκδιώχθηκαν, καταργήθηκε ο θάνατος, ανοίχθηκαν οι πύλες του παραδείσου, εξαφανίστηκε η κατάρα, απομακρύνθηκε η αμαρτία, η πλάνη καταργήθηκε, η αλήθεια επανήλθε και διαδόθηκε το κήρυγμα της ευσέβειας παντού. Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη, οι άγγελοι επικοινωνούν με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι χωρίς φόβο συνομιλούν με τους αγγέλους. Αλλά γιατί συμβαίνουν αυτά; Επειδή κατέβηκε ο Θεός στη γη και ανέβηκε ο άνθρωπος στους ουρανούς. Τα πάντα ήρθαν σε στενή επικοινωνία. Ήρθε λοιπόν (ο Θεός) στη γη, ενώ ήταν αποκλειστικά στον ουρανό. Ενώ είναι ολόκληρος στον ουρανό, είναι ολόκληρος και στη γη. Ήταν Θεός και έγινε άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Ενώ ήταν Λόγος που δεν επιδέχεται μεταβολή, έλαβε ανθρώπινη μορφή, έγινε άνθρωπος για να κατοικήσει μες στους ανθρώπους. Δεν έγινε λοιπόν Θεός αργότερα αλλά ήταν εξαρχής. Γι αυτό σαρκώθηκε, για να δεχτεί η φάτνη Εκείνον που δεν χωρούσε ο ουρανός. Γι αυτό τοποθετήθηκε στη φάτνη, για να λάβει παιδική τροφή από μητέρα Παρθένο Εκείνος που προνοεί για ολόκληρο το σύμπαν. Γι αυτό ο Δημιουργός του μέλλοντος αιώνος ανέχεται να κρατηθεί ως βρέφος που ανέχεται στην αγκαλιά της Παρθένου, για να μπορέσουν να τον πλησιάσουν οι μάγοι. Γιατί σήμερα ήρθαν και οι μάγοι, αφού αποφάσισαν να απαρνηθούν την εξουσία του σατανά. Σήμερα νιώθει και ο ουρανός υπερηφάνεια με το να δείχνει με το αστέρι τον Κύριό του. Σήμερα ο Κύριος που κάθεται πάνω σε ελαφριά νεφέλη, που είναι το σώμα της Παρθένου, πηγαίνει βιαστικά στην Αίγυπτο για ν’ αποφύγει τάχα την επιβουλή του Ηρώδη, στην πραγματικότητα όμως για να επαληθευθούν τα λόγια του Ησαΐα: «Εκείνη την μέρα οι Ισραηλίτες θα είναι τρίτοι στη σειρά μετά τους Ασσύριους και τους Αιγυπτίους. Ευλογημένος θα είναι ο λαός μου στη χώρα που ευλόγησε ο Κύριος Σαβαώθ λέγοντας, ευλογημένος θα είναι ο λαός μου που κατοικεί στην Αίγυπτο και στην Ασσυρία και στο Ισραήλ» (Ησ. 19, 24-25). Τι έχεις να πεις Ιουδαίε; Συ, που είσαι πρώτος, έγινες τρίτος; Προηγήθηκαν Αιγύπτιοι και Ασσύριοι και ο πρωτότοκος Ισραήλ ακολουθεί; Ναι! Σωστό είναι να προηγηθούν οι Ασσύριοι, γιατί αυτοί τον προσκύνησαν πρώτοι με τους μάγους τους! Σωστό είναι να ακολουθήσουν στη σειρά οι Αιγύπτιοι, διότι Τον δέχθηκαν όταν κατέφυγε εκεί λόγο της επιβουλής του Ηρώδη. Τελευταίοι στη σειρά έρχονται οι Ισραηλίτες, γιατί τους έκαναν οι Απόστολοι να Τον αναγνωρίσουν, όταν γύρισε από τον Ιορδάνη. Εισήλθε στην Αίγυπτο και συγκλόνισε τα είδωλά της και έκλεισε τις πύλες με τον αφανισμό των πρωτότοκων παιδιών. Γι αυτό και σήμερα εισήλθε ως πρωτότοκος για να διαλύσει το πένθος της παλιάς εκείνης φρικαλεότητας. Και το ότι λέγεται πρωτότοκος ο Χριστός το μαρτυρεί σήμερα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος λέγει: «Και γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο και το τύλιξε με σπάργανα και τον έβαλε να πλαγιάσει στη φάτνη, γιατί δεν υπήρχε χώρος στο κατάλυμα» (Λουκ. 2,7). Εισήλθε λοιπόν στην Αίγυπτο για να διαλύσει το πένθος της παλαιάς εκείνης φρικαλεότητας, και αντί των παλαιών πληγών προσέφερε χαρά, και αντί για νύχτα και σκοτάδι προσέφερε το φως της σωτηρίας. Τότε ήταν μολυσμένο το νερό του ποταμού (Νείλου) απ’ τη σφαγή των άωρων νήπιων. Εισήλθε λοιπόν στην Αίγυπτο Εκείνος που έκανε παλαιότερα να κοκκινίσει το νερό του ποταμού κι άλλαξε τις όχθες του σε πηγές σωτηρίας, αφού με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος τις καθάρισε από την μόλυνσή τους. Υπέφεραν κακουχίες οι Αιγύπτιοι γιατί αρνιόνταν με πείσμα το Θεό. Εισήλθε λοιπόν στην Αίγυπτο και γέμισε τις ψυχές των ευσεβών ανθρώπων με την επίγνωση του Θεού, και έδωσε στον ποταμό τη δυνατότητα να τρέφει μάρτυρες του Χριστού πιο εύφορους από τα στάχυα του σιταριού.

Το γιατί και το πώς της Σαρκώσεως του Θεού

Αλλά επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος, θα τελειώσω εδώ την ομιλία μου. Και θα την τελειώσω συμπληρώνοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Λόγος ενώ ήταν απαθής, περιβλήθηκε ανθρώπινο σώμα χωρίς να μεταβληθεί σε τίποτε η ανθρώπινη φύση του. Αλλά τι να πω και σε τι να αναφερθώ; Βλέπω ταυτόχρονα ένα μαραγκό και μια φάτνη και ένα βρέφος και σπάργανα και λεχώνα Παρθένο που στερείται τα πλέον απαραίτητα. Βλέπω τα πάντα να είναι φτωχικά, τα πάντα να πλημμυρίζουν από ανέχεια. Είδες πλούτος που υπάρχει σε τόση μεγάλη φτώχεια; Είδες πως ο Χριστός, ενώ ήταν πλούσιος, πτώχευσε για χάρη μας; Δεν είχε ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα και γι αυτό τοποθετήθηκε σε μια ξερή φάτνη. Ω πτώχεια που είσαι πηγή πλούτου! Ω πλούτε αμέτρητε που κρύβεσαι από την πτώχεια! Είναι ξαπλωμένος στη φάτνη και συνταράσσει την οικουμένη. Τυλίγεται με σπάργανα και διασπά τα δεσμά της αμαρτίας. Ακόμη δεν μίλησε και δίδαξε τους μάγους και τους παρακίνησε σε μετάνοια και μεταστροφή. Τι να πω και σε τι να αναφερθώ; Να, ένα βρέφος σπαργανώνεται και τοποθετείται στη φάτνη. Κοντά του είναι η Μαρία που είναι Παρθένος και μητέρα μαζί. Κοντά του και ο Ιωσήφ, που λεγόταν, χωρίς να είναι, πατέρας. Εκείνος, χωρίς να είναι, λεγόταν άνδρας της Μαρίας, κι εκείνη, χωρίς να είναι, λεγόταν γυναίκα του Ιωσήφ. Νόμιμες ονομασίες αλλά χωρίς περιεχόμενο συζυγικού δεσμού. Μπορείς να κατανοήσεις τα λόγια μου, όχι όμως τα γεγονότα. Ο Ιωσήφ μνηστεύτηκε μόνο την Μαρία και το ’γιο Πνεύμα τη σκέπασε με την χάρη του. Γι αυτό και βρισκόταν σε απορία ο Ιωσήφ και δεν γνώριζε πώς να χαρακτηρίσει το βρέφος.

Δεν τολμούσε να πει πως ήταν καρπός μοιχείας και δεν μπορούσε να προφέρει λόγια βλάσφημα σε βάρος της Παρθένου, δεν είχε όμως και τη δύναμη να παραδεχτεί ως δικό του το παιδί. Γιατί γνώριζε καλά πως δεν είχε ιδέα για τον τρόπο που γεννήθηκε, ούτε ποιος έκανε το παιδί. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε απορία, ήρθε από τον ουρανό μήνυμα με τη φωνή του αγγέλου: «Μη φοβάσαι Ιωσήφ, γιατί εκείνο που γεννήθηκε μέσα της προέρχεται από Πνεύμα ’γιον» (Ματθ. 1,20). Το ’γιο Πνεύμα λοιπόν σκέπασε την Παρθένο. Αλλά γιατί γεννάται ο Χριστός από την Παρθένο και διατηρεί ακέραιη την παρθενία της; Επειδή πριν από πολλούς αιώνες ο διάβολος εξαπάτησε την Εύα, που ήταν κι εκείνη παρθένος, γι αυτό πήγε την χαρμόσυνη είδηση στη Μαριάμ που ήταν Παρθένος. Αλλά η Εύα όταν εξαπατήθηκε, προκάλεσε με τα λόγια της το θάνατο του ανθρώπινου γένους, ενώ η Μαρία, αφού δέχτηκε την χαρμόσυνη είδηση, γέννησε με ανθρώπινη μορφή το Θεό Λόγο που έγινε σε μας φορέας της αιώνιας ζωής. Ο λόγος της Εύας υπέδειξε το ξύλο, με το οποίο εκδιώχθηκε ο Αδάμ από τον παράδεισο, ο Λόγος όμως που γεννήθηκε από την Παρθένο έδειξε σταυρό με τον οποίο μπροστά στα μάτια του Αδάμ οδήγησε τον ληστή στον Παράδεισο.

Επειδή λοιπόν δεν πίστευαν οι ειδωλολάτρες ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι αιρετικοί, ότι ο Θεός γέννησε χωρίς καμία μεταβολή και χωρίς να πάθει τίποτε, γι αυτό γεννήθηκε σήμερα με φθαρτό σώμα και διατήρησε άφθαρτο το φθαρτό, για να δείξει ότι όπως δεν έφθειρε την παρθενία όταν γεννήθηκε από την Παρθένο, έτσι και ο Θεός, χωρίς να πάθει οποιαδήποτε μεταβολή και ρεύση η άγια ουσία του, γέννησε ως Θεός με τρόπο θαυμαστό Θεό. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι αδιαφορούσαν για Εκείνον και κατασκεύαζαν ανθρωπόμορφα είδωλα, τα οποία λάτρευαν περιφρονώντας τον Δημιουργό, γι αυτό και σήμερα ο Λόγος του Θεού, ενώ είναι Θεός, εμφανίσθηκε με ανθρώπινη μορφή για να καταργήσει το ψεύδος και να επαναφέρει με μυστικό τρόπο τη λατρεία στον Εαυτό Του. Ας δοξάσουμε λοιπόν Εκείνο, τον Χριστό, που μας άνοιξε δρόμο μέσα από αδιάβατο τόπο, μαζί με τον Πατέρα και το ’γιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

Πηγή: Αποστολική Διακονία